- αμαξοειδής
- ης, ες имеющий форму экипажа, похожий на экипаж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαξοειδής — ές (Μ ἁμαξοειδής) 1. αυτός που έχει σχήμα άμαξας 2. επίρρ. αμαξοειδώς σαν άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἅμαξα + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek